- οχαδερφικός
- -ή, -όαυτός που χαρακτηρίζεται από οχαδερφισμό, αδιάφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής», από τη φρ. «οχ αδερφέ», που εκφράζει βαριεστημάρα και αδιαφορία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οχαδερφισμός — ο 1. αδιαφορία, έλλειψη ενδιαφέροντος 2. οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «οχ αδερφέ» + ισμός* (βλ. λ. οχαδερφικός)] … Dictionary of Greek